- μικρομανία
- ηιατρ. επίμονη ψυχοπαθολογική ενασχόληση με μικρά, ασήμαντα πράγματα ή γεγονότα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρομανία — η (ιατρ.), ψυχοπαθολογική ενασχόληση με μικρά και ασήμαντα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρομανιακός — ή, ό [μικρομανία] αυτός που αναφέρεται στη μικρομανία ή αυτός που πάσχει από μικρομανία … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek